κακάρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. κακαρίζω + κατάλ. -μα], συνήθως στον πλ. τα κακαρίσματα, τα κακαρίσματα. 1. (ειρωνικά) οι θορυβώδεις φλυαρίες: «δεν αφήνεις τα κακαρίσματα, να συγκεντρωθούμε και λίγο στη δουλειά μας!». 2. (ιδίως για γυναίκες) τα κοφτά και διαπεραστικά γέλια: «σταμάτα, επιτέλους, κυρά μου, αυτά τα κακαρίσματα, γιατί μας έσπασες τα νεύρα!»·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, λέγεται με πικρία ή με παράπονο, όταν κάτι αναμενόμενο ή επιθυμητό συμβαίνει σε κάποιον άλλον. Συνών. αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα ή αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θαύμα.